- μουσαφιρλίκι
- το-ιού (λ. τουρκ.), η περιποίηση προς τον επισκέπτη ή το φιλοξενούμενο, η φιλοξενία: Δε σταμάτησαν τα μουσαφιρλίκια από τότε που πήγαν σε μεγαλύτερο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.