μουσαφιρλίκι

μουσαφιρλίκι
το
-ιού (λ. τουρκ.), η περιποίηση προς τον επισκέπτη ή το φιλοξενούμενο, η φιλοξενία: Δε σταμάτησαν τα μουσαφιρλίκια από τότε που πήγαν σε μεγαλύτερο σπίτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”